πτέλας

πτέλας
πτέλας
Grammatical information: m.
Meaning: `wild boar' (Lyc. 833; verse-end); also πτελέα σῦς ὑπὸ Λακώνων H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Ending as in ἐλέφας; perh. connected with πτελέη `elm' (s.v.), but further unexplained. New attempt, to be rejected, to connect πτέλας with Lith. kiaũle `swine', kuilỹs `breeding-swine' and with Skt. kirí- m. `boar', by Merlingen Μνήμης χάριν 2, 58. Arbitrary Holthausen IF 62, 152: to πελιτνός, πελιός etc. Older lit. in Bq. -- The word may well be Pre-Greek (note πτ-).
Page in Frisk: 2,610-611

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πτέλας — πτέλᾱς , πτέλας wild boar masc acc pl πτέλᾱς , πτέλας wild boar masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέλας — ὁ, Α ο κάπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. εμφανίζει επίθημα αντ (πρβλ. ἐλέφας, αντος) και πιθ. συνδέεται με τη λ. πτελέα (Ι) (πρβλ. πτελέα* (II) «αγριογούρουνο»). Κατ άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. kiaūle «γουρούνι»… …   Dictionary of Greek

  • πτελέα — Όνομα 7 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 425 μ.) του νομού Δράμας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας άλλος μικρότερος οικισμός ο Καβαλάρης. 2. Oρεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ.), στην πρώην επαρχία… …   Dictionary of Greek

  • теленок — род. п. нка, телец, род. п. льца, телица, укр. теля, род. п. яти ср. р., др. русск. теля ср. р. теленок , тельць, телица, сербск. цслав. телѧ μόσχος, ст. слав. тельць μόσχος (Супр.), болг. теле ср. р., сербохорв. тѐле, род. п. ета, словен. tẹle …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”